έκθετο(ν)

έκθετο(ν)
το подкидыш

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "έκθετο(ν)" в других словарях:

  • έκθετος — η, ο (AM ἔκθετος, ον) 1. (για βρέφος) αυτός που εγκαταλείφθηκε 2. το ουδ. ως ουσ. το έκθετο εγκαταλελειμμένο παιδί νεοελλ. 1. αυτός που αφέθηκε στην επίδραση εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα») 2. ανυπεράσπιστος («ο πρωθυπουργός άφησε… …   Dictionary of Greek

  • έκβλητος — ο (AM ἔκβλητος, ον) 1. ο πεταμένος έξω, ο απόβλητος 2. αυτός που αξίζει να αποβληθεί ή να απορριφθεί μσν. φρ. «βρέφος ἔκβλητον» έκθετο βρέφος …   Dictionary of Greek

  • αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… …   Dictionary of Greek

  • απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… …   Dictionary of Greek

  • βρεσιμιός — ά, ό [βρέσιμο] 1. εκείνος τον οποίο βρίσκει κανείς τυχαία 2. το ουδ. ως ουσ. α) το βρεσίδι β) έκθετο βρέφος γ) αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει χαμένο αντικείμενο, τα εύρετρα …   Dictionary of Greek

  • βρετίκι — και βρετικό, το τα εύρετρα, η αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει πράγμα που είχε χαθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρετό «έκθετο παιδί», ουσιαστικοποιημένος τύπος του ουδετ. του επιθέτου βρετός* + ικι] …   Dictionary of Greek

  • βρετός — ή, ό [ευρετός] Ι. εκείνος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία κάπου II. το θηλ. ως ουσ. βρετή, η εικόνα που βρέθηκε τυχαία κάπου III. το ουδ. ως ουσ. βρετό, το 1. έκθετο βρέφος 2. βρέφος που αφήνεται σε είσοδο εκκλησίας ή προσκυνήματος προσωρινά για… …   Dictionary of Greek

  • εξανεμώ — ἐξανεμῶ, όω (AM) [ανεμώ] εξανεμίζω μσν. παθ. 1. μετεωρίζομαι, πετώ στον αέρα 2. μεταβάλλομαι σε άνεμο, ματαιώνω αρχ. 1. γεμίζω κάτι με αέρα, φουσκώνω 2. επαίρομαι ανοήτως, φουσκώνω, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐξηνεμώθην μωρίᾳ», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κοπρίαρτος — κοπρίαρτος, ον (Α) (για έκθετο βρέφος) αυτός που τόν περισυνέλεξαν από σωρό κοπριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + αἴρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • παρής — Μυθικός ήρωας φρυγικής καταγωγής, γιος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης. Ύστερα από ένα προφητικό όνειρο που προέλεγε ότι ο Π. θα γινόταν υπαίτιος της καταστροφής της Τροίας, οι γονείς του άφησαν έκθετο το βρέφος στο όρος Ίδα, όπου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»